- κερδώ
- (I)κερδῶ, -οῡς και -όος, ἡ (Α) [κέρδος]1. (ως επίθ. τής αλεπούς) αυτή που επιδιώκει κέρδος, πανούργα, δόλια, κατεργάρα, κλέφτρα2. η αλεπού3. (κατά τον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό) «γαλή» — η άγρια γαλή, δηλ. η νυφίτσα ή το κουνάβι, η ικτίς ή ίκτις.————————(II)και κερδάω (Μ κερδῶ)κερδίζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < ἐ-κέρδ-ισα, αόρ. του κερδ-ίζω ή ἐ-κέρδ-ησα, αόρ. τού κερδαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.